- φάλκος
- ο, Νναυτ. το πρωραίο τμήμα τού σκάφους, που διασχίζει την θάλασσα, ο φάλκης.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη < λατ. falco, -onis «γεράκι», επειδή πολλές φορές το τμήμα αυτό έχει πάνω σκαλισμένο ένα γεράκι ή γενικά κάποιο πουλί].
Dictionary of Greek. 2013.