φάλκος

φάλκος
ο, Ν
ναυτ. το πρωραίο τμήμα τού σκάφους, που διασχίζει την θάλασσα, ο φάλκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μια άποψη < λατ. falco, -onis «γεράκι», επειδή πολλές φορές το τμήμα αυτό έχει πάνω σκαλισμένο ένα γεράκι ή γενικά κάποιο πουλί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τημενίδες — Βασιλική δυναστεία του Άργους, που ιδρύθηκε από τον Τήμενο. Ο Τήμενος ήταν Ηρακλείδης, γιος του Αριστόμαχου, γενάρχης των Τ. Όταν οι Ηρακλείδες κατέκτησαν την Πελοπόννησο, σε αυτόν έδωσαν την Αργολίδα, όπου έγινε βασιλιάς και νομοθέτης. Έτσι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”